- ἐκταραχθεῖσα
- ἐκταράσσωthrow into confusionaor part pass fem nom/voc sgἐκταράσσωthrow into confusionaor part pass fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φύκος — το / φῡκος, ύκους και ύκεος, ΝΜΑ, και φούκος, ο, Ν συν. στον πληθ. τα φύκη βοτ. πολυποίκιλη ομάδα αυτότροφων οργανισμών, χωρίς αγωγό ιστό, στην οποία ανήκουν κατά κύριο λόγο υδρόβια φυτά που χαρακτηρίζονται από σχετικά μικρή διαφοροποίηση τών… … Dictionary of Greek